νεοκράς

νεοκράς
νεοκράς, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεοκράς
είδος κρασιού παρασκευασμένου με ειδικό τρόπο το οποίο έπιναν μετά τη συνομολόγηση συνθηκών και σε επικήδειες τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -κράς (< θ. κρᾱ- τού κεράννυμι, πρβλ. κρά-σις, -κρατος), πρβλ. ευ-κράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεοκράς — νεοκρά̱ς , νεοκράς newly mixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτα — νεοκράς newly mixed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτας — νεοκράς newly mixed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτες — νεοκράς newly mixed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτος — νεοκράς newly mixed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόκρατος — νεόκρατος, ον (Α) νεοκράς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κράς, κράτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι), πρβλ. αυτό κρατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”